στηλίς

στηλίς
στηλ-ίς, ῖδος, ,= foreg., gen. sg.
A

στηλεῖδος IG14.1703

([place name] Rome); acc. pl.

στηλῖδας Epigr.Gr.425.7

([place name] Phrygia): f.l. for στυλίδα, Str.3.5.5, 6.1.5.
II a kind of number, = δοκίς, Iamb. in Nic.p.95P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στηλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλίς — ῑδος, ἡ, Α βλ. στηλίδα …   Dictionary of Greek

  • στηλίδα — στηλίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλίδας — στηλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλίδος — στηλίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РЕГИУМ —    • Rhegĭum,          ΄Ρήγιον, н. Reggio, значительный город на берегу Сицилийского пролива, в Бруттии (Hdt. 1, 176), основанный ок. 725 г. до Р. X. халкидийцами из Эвбеи и мессенцами из Пелопоннеса, под предводительством Антимнеста из Занклы.… …   Реальный словарь классических древностей

  • στηλίδα — η / στηλίς, ῑδος, ΝΑ, τ. γεν. και στηλίδος και στηλεῑδος Α (με υποκορ. σημ.) 1. μικρή στήλη, στηλίδιο 2. μικρός ιστός στην πρύμνη πλοίου αρχ. 1. ονομασία αριθμού 2. ονομασία μικρού πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”